- βαρυκάρδιος
- βᾰρῠ-κάρδιος, ον,A heavy, slow of heart, LXXPs.4.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βαρυκάρδιος — βαρυκάρδιος, ον (AM) βαρύς, νωθρός στην καρδιά, αναίσθητος … Dictionary of Greek
βαρυκάρδιος — heavy masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυκάρδιον — βαρυκάρδιος heavy masc/fem acc sg βαρυκάρδιος heavy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυκαρδίοις — βαρυκάρδιος heavy masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυκαρδίους — βαρυκάρδιος heavy masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυκάρδιε — βαρυκάρδιος heavy masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυκάρδιοι — βαρυκάρδιος heavy masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
сердце — мн. сердца, диал. сереце, донск. (Миртов), укр. серце, блр. серце, др. русск. сьрдьце, ст. слав. сръдьце καρδία (Супр.), болг. сърдце, сербохорв. ср̏це, словен. srсе̣̑, чеш., слвц. srdce, др. польск. siеrсе, польск., н. луж. sеrсе. Праслав.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
тяжкосердый — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} прил. (греч. βαρυκάρδιος) нечувствительный, ожесточенный.… … Словарь церковнославянского языка
βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek